- ἐλπίζειν
- ἐλπίζωhope forpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
уповать — аю, укр. уповати, др. русск., ст. слав. оупъвати ἐλπίζειν, θαρρεῖν (Остром., Супр.), болг. уфам се, сербохорв. у̏фати се, у̏фа̑м се, словен. ȗpati, ȗраm, чеш. doufati надеяться , слвц. ufаt᾽ sа, польск. ufac, чеш., слвц. pevny крепкий , польск … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μνηστεύω — (ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) [μνηστός] δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek